υποδικοκατάδικοι

υποδικοκατάδικοι
οι, Ν
υπόδικοι και κατάδικοι ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδικοι + κατάδικοι. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”